θελημός

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελημός Medium diacritics: θελημός Low diacritics: θελημός Capitals: ΘΕΛΗΜΟΣ
Transliteration A: thelēmós Transliteration B: thelēmos Transliteration C: thelimos Beta Code: qelhmo/s

English (LSJ)

θελημόν,
A willing, Emp.35.6.
2 kindly, ἄλσος B.16.85; glossed by ἥσυχος, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

θελημός: -όν, = θελεμός, ἥσυχος, πόντιον τέ νιν δέξατο θελημὸν ἄλσος Βακχυλ. 16. 85.

Greek Monolingual

θελημός, -όν (Α) θέλω
1. αυτός που θέλει, αυτός που δέχεται, ο πρόθυμος
2. ωραίος, θελκτικός («θελημόν ἄλσος», Βακχυλ.)
3. (κατά τον Φώτ.) «θελημός
ἀντὶ τοῦ ἥσυχος».