ὁ, Lacon. for θεο-κόρος,= νεωκόρος (q.v.), Hsch.
[Seite 883] ὁ, lakonisch statt θεοκόρος, = νεωκόρος, Hesych.
σιοκόρος: ὁ, Λακων. ἀντὶ θεο-κόρος, = νεωκόρος (ὃ ἴδε), Ἡσύχ.