σιοκόρος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ὁ, Lacon. for θεοκόρος = νεωκόρος (q.v.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 883] ὁ, lakonisch statt θεοκόρος, = νεωκόρος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σιοκόρος: ὁ, Λακων. ἀντὶ θεο-κόρος, = νεωκόρος (ὃ ἴδε), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(λακων. τ.) νεωκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. του θεός + -κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεωκόρος.