ῆτος, Dor. ᾶτος, ἡ, = foreg., AP7.490 (Anyt.).
[Seite 617] ῆτος, ἡ, = πινυτή, Anyte 22 (VII, 490).
πῐνῠτής: ῆτος, Δωρ. -ᾶτος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. 7. 490.