πινυτή
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
ἡ, understanding, wisdom, Il.7.289, Od.20.71, Hp.Ep. 18.
German (Pape)
[Seite 617] ἡ, Verstand, Klugheit, Il. 7, 289 Od. 20, 71.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
sagesse.
Étymologie: πινύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πινυτή -ῆς en πινυτής -ῆτος, ἡ [πινύσκω] verstand.
Russian (Dvoretsky)
πῐνῠτή: ἡ ум, разум, благоразумие Hom.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και πινυτής, -ῆτος και δωρ. τ. πινυτάς, -ᾱτος, ἡ, Α
σύνεση, φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέπνυμαι.
Greek Monotonic
πῐνῠτή: ἡ, φρόνηση, σύνεση, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνῠτή: ἡ, φρόνησις, σύνεσις, Ἰλ. Η. 289, Ὀδ. Υ. 71.
Middle Liddell
πῐνῠτή, ἡ,
understanding, wisdom, Hom.