πινυτής

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνῠτής Medium diacritics: πινυτής Low diacritics: πινυτής Capitals: ΠΙΝΥΤΗΣ
Transliteration A: pinytḗs Transliteration B: pinytēs Transliteration C: pinytis Beta Code: pinuth/s

English (LSJ)

ῆτος, Dor. ᾶτος, ἡ, = πινυτή (understanding, wisdom), AP 7.490 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 617] ῆτος, ἡ, = πινυτή, Anyte 22 (VII, 490).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πινυτής -ῆτος, ἡ zie πινυτή.

Russian (Dvoretsky)

πῐνῠτής: ῆτος ἡ Anth. = πινυτή.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνῠτής: ῆτος, Δωρ. -ᾶτος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. 7. 490.

Greek Monolingual

-ῆτος και δωρ. τ. πινυτάς, -ᾱτος, ἡ, Α
βλ. πινυτή.

Greek Monotonic

πῐνῠτής: -ῆτος, Δωρ. -ᾶτος, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ.