ἐπικυρόω

Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A confirm, sanction, ratify, τὴν γνώμην Th.3.71, cf.S.El. 793, X.An.3.2.32, D.15.34, SIG167.20, etc.: c.inf., τίνες . . λόγοι καθεῖλον ἡμᾶς κἀπεκύρως αν θανεῖν; E.Or.862:—Pass., πρίν τι ἐπικυρωθῆναι Th.5.45; ἐπικυρωθέντων τῶν νόμων Arist.Ath.37.1, cf. Sammelb. 1161.17 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 955] bestätigen, genehmigen, ἐπικυρώσας τὸ πρᾶγμα, τὴν γνώμην, Is. 7, 2. 42; Thuc. 3, 71; ἤκουσεν ὧν δεῖ (ἡ Νέμεσις) κἀπεκύρωσεν καλῶς Soph. El. 783; ἡμᾶς θανεῖν, bestimmen, Eur. Or. 862; ὅτῳ ταῦτα δοκεῖ καλῶς ἔχειν, ἐπικυρωσάτω Xen. An. 3, 2, 32; Dem. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικῡρόω: ἐπικυρῶ, ἐπιβεβαιῶ, ἐπιψηφίζω, τὴν γνώμην Θουκ. 3. 71, πρβλ, Σοφ. Ἠλ. 793, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 32, Ρήτορ., κλπ.· μετ’ ἀπαρ., τίνες... λόγοι καθεῖλον ἡμᾶς κἀπεκύρωσαν θανεῖν Εὐρ. Ὀρ. 862. - Παθ., πρίν τι ἐπικυρωθῆναι Θουκ. 5. 45, πρβλ. ἐπιψηφίζω, ἐπιχειροτονῶ.