ὁ,
A wild boar, Lyc.833; cf. πτελέα, Lacon.,= σῦς, Hsch.
[Seite 807] ὁ, der Eber, Lycophr. 833; nach den VLL. auch πτέλος.
πτέλας: ὁ, κάπρος, ἄγριος χοῖρος, Λυκόφρ. 833· παρὰ τῷ Ἡσυχίῳ εὕρηται: «πτελέα· σῦς ὑπὸ Λακώνων».