λήθαργος
English (LSJ)
ον, (λήθη)
A forgetful, c.gen., ib.5.151 (Mel.), 12.80 (Id.): abs., Men. 1029, Phld.Rh.1.6 S.:—later word for ἐπιλήσμων, acc. to Phryn. 390. 2 lethargic, ἀλήθαργος (sic) εἰς ὕπνον ἐφερόμην POxy.1381.100 (ii A.D.). II as Subst., ὁ and ἡ, lethargy, Hp.Morb.2.65, al., Lyc.241, Ant.Lib.23.2, Gal.10.931, Paul.Aeg.3.9: in pl., Arist. Somn.Vig.457a3, Chrysipp.Stoic.3.57; coupled with μελαγχολία, ibid. b lethargic fever, Hp.Aph.3.30. Cf.λαίθαργος.
Greek (Liddell-Scott)
λήθαργος: -ον, (λήθη) ὁ τῇ λήθῃ ταχύς, ἐπιλήσμων, Ἡσύχ. 2) μετὰ γεν., ἐπιλήσμων τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - λέξις μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ ἐπιλήσμων, Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ κατάστασις, ὁ λήθαργος, Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. λαίθαργος.