πολύδοξος
English (LSJ)
ον,
A having various opinions, Stob.2.7.4a. II famous, BCH21.599 (Delph., iv B.C.), Timo44; διδαχαί IG14.2124.
German (Pape)
[Seite 662] vielerlei Meinungen habend, Stob. ecl. 2 p. 82; – weit berühmt, Ep. ad. 744 (App. 217).
Greek (Liddell-Scott)
πολύδοξος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας δοξασίας, γνώμας, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 82· διδαχαὶ π. Ἀνθ. Π. παράρτ. 217. ΙΙ. λίαν πεφημισμένος, περίφημος, πολυδόξαστος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23.