πολυδόξαστος

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδόξαστος Medium diacritics: πολυδόξαστος Low diacritics: πολυδόξαστος Capitals: ΠΟΛΥΔΟΞΑΣΤΟΣ
Transliteration A: polydóxastos Transliteration B: polydoxastos Transliteration C: polydoksastos Beta Code: poludo/castos

English (LSJ)

πολυδόξαστον, much-famed, Sch.rec.Pi.O.6.120.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδόξαστος: -ον, ὁ πολὺ δοξασθείς, περίφημος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 120.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ δοξασμένος, πολύ ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δοξαστός (< δοξάζω), πρβλ. αδόξαστος].