ἔνεσις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐνίημι)
A injection, φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp. Art.48, cf. Hero Spir.2.18, Orib.Syn.9.14.1.
German (Pape)
[Seite 839] ἡ, das Hineinthun, Einspritzen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνεσις: -εως, ἡ, (ἐνίημι) ἔνθεσις, ἐμβολή, ἔνεσις φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· ἔγχυσις, διὰ τῆς τοῦ καθετῆρος ἐνέσεως, μνημονεύεται ἐκ Παύλου τοῦ Αἰγιν.· πρβλ. ἔνεμα.