ἀκαμπτόπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A with unbending foot, ἐλέφαντες Nonn.D. 15.148.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαμπτόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν πόδα, ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.
ὁ, ἡ,
A with unbending foot, ἐλέφαντες Nonn.D. 15.148.
ἀκαμπτόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν πόδα, ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.