φυλακιστής
Greek (Liddell-Scott)
φῠλακιστής: -οῦ, ὁ, Λατ. phylacistes ἐν Plaut Aul. 3. 5, 44, δεσμοφύλαξ, ἐπίθ. αὐστηροῦ δανειστοῦ. 2) = ξυλοπέδη Ἰω. Λυδ. 158.
φῠλακιστής: -οῦ, ὁ, Λατ. phylacistes ἐν Plaut Aul. 3. 5, 44, δεσμοφύλαξ, ἐπίθ. αὐστηροῦ δανειστοῦ. 2) = ξυλοπέδη Ἰω. Λυδ. 158.