ξυλοπέδη

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοπέδη Medium diacritics: ξυλοπέδη Low diacritics: ξυλοπέδη Capitals: ΞΥΛΟΠΕΔΗ
Transliteration A: xylopédē Transliteration B: xylopedē Transliteration C: ksylopedi Beta Code: culope/dh

English (LSJ)

ἡ, log of wood tied to the feet, Aq.Jb.13.27,33.11.

German (Pape)

[Seite 281] hölzerner Fußblock, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοπέδη: ἡ, ξύλινος δεσμὸς τῶν ποδῶν πρὸς τιμωρίαν καταδίκων, Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ 13. 27.

Greek Monolingual

ξυλοπέδη, ἡ (ΑΜ)
ξύλινος ποδόδεσμος με τον οποίο έδεναν και ακινητοποιούσαν τα πόδια τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].