κλῆμα
English (LSJ)
ατος, τό, Aeol. κλᾶμμα (q.v.),
A twig or branch, esp. vinetwig, Ar.Ec.1031, Hp.Epid.4.50, 6.3.8, Thphr.HP2.5.5, CP3.14.6, al.; ἀμπέλου κ. Pl.R.353a: generally, cutting, slip, ὁ βλαστὸς τοῦ κ. X.Oec.19.8, cf. Arist.HA550b8: metaph., ἀνατετμήκασί τινες τὰ κ. τὰ τοῦ δήμου D.ap.Aeschin.3.166; of the navel string, πεῖσμα καὶ κ. τῷ γεννωμένῳ καρπῷ Democr.148. 2 vine-switch, cane, carried by Roman centurions, Lat.vitis, Plu.Galb.26, etc. II = πιτυοῦσσα, Dsc.4.165; = πολύγονον, Plin.HN27.113. III = ὑπόδημα, Hsch.; cf. κλείματα.
German (Pape)
[Seite 1450] τό (κλάω), wie κλάδος u. κλών, Schößling, junger Zweig, den man abbricht, um ihn auf einen andern Stamm zu propfen, Propfreis, Xen. Oec. 19, 8; bes. vom Weinstocke, eine Weinrebe, -ranke, ἀμπέλου Plat. Rep. I, 353 a; Ar. Eccl. 1031 u. A.; auch übertr., ἀμπελουργοῦσί τινες τὴν πόλιν, ἀνατετμήκασί τινες τὰ κλήματα τὰ τοῦ δήμου Aesch. 3, 166, als Wort des Dem. angeführt. – Bei den Römern die Weinrebe, welche die Centurionen als Stock tragen, Plut. Galb. 26, u. öfter übh. Ruthe, Reiser.
Greek (Liddell-Scott)
κλῆμα: τό, (κλάω) = κλάδος, κλών, κυρίως κλάδος ἀμπέλου ὡς καὶ νῦν, Λατ. palmes, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1031· ἀμπέλου κλ. Πλάτ. Πολ. 353Α· καθόλου τεμάχιον κοπέν, ἐμβολάς, Ξεν. Οἰκ. 19, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 10· ― μεταφ., ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου Δημ. παρὰ Αἰσχίν. 77. 27· ― ἡ ἐκ κληματίδος ῥάβδος τοῦ Ρωμαίου ἑκατοντάρχου («βίτσα» κοινῶς), Λατ. vitis, Πλουτ. Γάλβ. 26, κτλ. ΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ πιτυοῦσσα, Διοσκ. 4. 166· ἢ τοῦ φυτοῦ πολύγονον, Πλίν. 27. 91.