ἐμβολάς
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
English (LSJ)
ἐμβολάδος, ἡ, fem. Adj.
A grafted, ἄπιοι v.l. in Arist.Fr.274: Subst., μορεῶν ἐμβολάδες Plu.2.640b.
Spanish (DGE)
-άδος
1 injertado ἄπιοι Arist.Fr.274.
2 subst. ἡ ἐ. injerto συκαῖ μορεῶν ἐμβολάδας (δεδεγμέναι) higueras que han recibido injertos de moreras Plu.2.640b.
German (Pape)
[Seite 806] άδος, ἡ, das Hineingeworfene, Pfropfreis, Plut. Symp. 2, 6, 1.
French (Bailly abrégé)
1άδος (ἡ) :
greffe des arbres.
Étymologie: ἐμβάλλω.
2acc. pl. de ἐμβολή.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβολάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθ., ἐμβολιασμένη (ἴδε ἔμβολος 7), ἐμβολάδες ἄπιοι Ἀριστ. Ἀποσπ. 251· συκαῖ Πλούτ. 2. 640Β.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβολάς: άδος adj. f прививная (ἄπιοι Arst.; σῦκαι Plut.).