ἀδιεξήγητος
English (LSJ)
ον,
A indescribable, πλῆθος Ph.1.407, prob. in IG5(1).1359 (Messenia, i B. C.):—inexhaustible, ταῖς ἡμετέραις ἐπιβολαῖς Dam.Pr.178.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιεξήγητος: -ον, ὁ ἀπερίγραπτος, Φίλων I, 407, 20. 2) ἀδιέξοδος Achmet. 141, γῆ.