ου, ὁ, (νήφω)
A sober, discreet, Plb.10.3.1, D.S.30.3, 33.21a, Onos.1.1, Ptol.Tetr.160.
[Seite 253] ὁ (νήφω), der Nüchterne, Pol. 10, 3, 1. 27, 10, 3.
νήπτης: -ου, ὁ, νηφάλιος, ἄνθρωπος μὲ διάκρισιν, σώφρων, Πολύβ. 10. 3, 1, Διοδ. Ἐκλογ. 578. 58.