(A), ατος, τό, (δίδωμι)
A gift, Pl.Def.415b, LXX Ge.25.6 (pl.), Plu.2.182e. 2 payment, PPetr.2p.11 (iii B. C.).δόμα (B), ατος, τό,
A = δῶμα, Max.448, = τειχίον, Hsch.
[Seite 655] τό, das Gegebene, Geschenk, Plat. defin. 415 b; Plut.; N. T.
δόμα: τό, (δίδωμι) δῶρον, Ὅρ. Πλάτ. 415Β, Ἑβδ. κλ.