δόμα

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόμα Medium diacritics: δόμα Low diacritics: δόμα Capitals: ΔΟΜΑ
Transliteration A: dóma Transliteration B: doma Transliteration C: doma Beta Code: do/ma

English (LSJ)

(A), -ατος, τό, (δίδωμι)
A gift, Pl.Def.415b, LXX Ge.25.6 (pl.), Plu.2.182e.
2 payment, PPetr.2p.11 (iii B. C.).

(B), -ατος, τό, = δῶμα, Max.448, = τειχίον, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό muro Hsch.
-ματος, τό
I 1don a los dioses, ofrenda θεῷ δόμα θύματος como def. de θυσία Pl.Def.415b, μιανῶ αὐτοὺς ἐν τοῖς δόμασι αὐτῶν LXX Ez.20.26.
2 dádiva, entrega como pago o paga a cambio de algo δ. μηνῶν δύο Ἀριστοδήμῳ καὶ τοῖς ... στρατιώταις Robert, Collection Froehner 52.9 (Teangela IV a.C.), δ. ἀναπόδοτον PCair.Zen.825.3, 22 (III a.C.), τὸ γὰρ προδοθὲν αὐτοῖς δόμα PPetr.2.4.8 (III a.C.) en BL 2(2).107, ἀποπλήρωσιν τῶν ... δημοσίων καὶ ἑτέρων δομάτων PLond.1660.21 (VI d.C.).
3 donación, regalo voluntario τοῖς υἱοῖς ... ἔδωκεν Ἀβρααμ δόματα LXX Ge.25.6, cf. Ex.28.38, 1Re.18.25, Eu.Matt.7.11, οὐ βασιλικὸν ... τὸ δ. ref. a una dracma, Plu.2.182e, como obra de beneficencia τροφῆς δεομένῳ μεταδιδόντος ... δ. μέν τι βραχύ, προθυμία δὲ μεγάλη παρὰ θεῷ Sext.Sent.379, cf. Const.App.3.4.2.
4 don, bien poseído ἐκ τῶν αὑτοῦ δομάτων a sus propias expensas, SEG 42.916 (Ostia II/III d.C.), ἐκ τῶν τοῦ Θεοῦ δομάτων τὸ ... διάστυλον ἐποίησεν IAphrodisias 2.10 (IV d.C.), cf. IKeramos 64 (biz.)
por voluntad divina, esp. jud.-crist. don espiritual θεοῦ γάρ ἐστι δ. (ἡ δόξα) Aristeas 224, δῶρα δομάτων διαφέρει Ph.1.126, «δόμα» λέγων καὶ «δώσεις», ἀλλ' οὐκ «ἀπόδομα» οὐδ' «ἀποδώσεις» diciendo «don» y «donarás», y no «pago» y «pagarás» Ph.2.172, τὸ ἀγαθὸν τοῦ θεοῦ δ. Gr.Nyss.Hom.in Eccl.301.20, cf. Origenes Comm.in Mt.14.25, Mac.Aeg.Serm.B 31.1.2, concedido a los obispos Const.App.2.24.7.
II precepto δόμα (quizá por δόγμα) συντομώτατον Gr.Naz.M.37.1032.

German (Pape)

[Seite 655] τό, das Gegebene, Geschenk, Plat. defin. 415 b; Plut.; N.T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
don.
Étymologie: δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δόμα: ατος τό δίδωμι даяние, дар Plat., Plut., NT.

Greek (Liddell-Scott)

δόμα: τό, (δίδωμι) δῶρον, Ὅρ. Πλάτ. 415Β, Ἑβδ. κλ.

English (Strong)

from the base of δίδωμι; a present: gift.

English (Thayer)

δόματος, τό (δίδωμι), a gift: Plato, def., p. 415b.; Plutarch; often in the Sept., chiefly for מַתָּנָה) Cf. Fritzsche on Matthew, p. 291 f (who quotes Varro de ling. Latin 1. i., p. 48, Bip. edition " dos erit pecunia si nuptiarum causa data: haec Graece δωτίνη, ita enim hoc Siculi: ab eodem Donum. Nam Graece ut ipsi δῶρον, ut alii δόμα, et ut Attici δόσις."). [ SYNONYMS: δόμα, δόσις, δῶρον, δωρεά: δόσις active, a giving; passive, a thing given, cf. medical dose; δῶρον specific present, yet not always gratuitous or wholly unsuggestive of recompense; but δωρεά differs from δῶρον in denoting a gift which is also a gratuity, hence, of the benefactions of a sovereign; a δόσις Θεοῦ is what God confers as possessor of all things; a δωρεά Θεοῦ is an expression of his favor; a δῶρον Θεοῦ is something which becomes the recipient's abiding possession. Philo de cherub. § 25, says: πάνυ ἐκδηλως παριστας (ὅτι τῶν ὄντων τά μέν χάριτος μέσης ἠξίωται, ἤ καλεῖται δόσις, τά δέ ἀμεινονος, ἧς ὄνομα οἰκεῖον δωρεά. Again, de leg. alleg. iii. § 70 (on the same Biblical passage), διατηρήσεις ὅτι δῶρα δομάτων διαφερουσι. Τά μέν γάρ ἐμφασιν μεγέθους τελείων ἀγαθῶν δηλουσιν ... τά δέ εἰς βραχυτατον ἐσταλται κτλ.. Hence, δόμα, δοσος, gift; δωρεά, δῶρον, benefaction, bounty, etc.; yet cf. e. g. Test xii. Patr. test. Zab. § 1ἐγώ εἰμί Ζαβουλών, δόσις ἀγαθή τοῖς γονεῦσι μου, with δεδώρηται ὁ Θεός μοι δῶρον καλόν ... καί ἐκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ Ζαβουλών. Cf. Schmidt, chapter 106.]

Greek Monolingual

το (AM δόμα, Μ και δόσμα[ν])
δώρο, δωρεά
μσν.
1. προσφορά, αφιέρωμα
2. χτύπημα
αρχ.
πληρωμή.

Chinese

原文音譯:dÒma 多馬
詞類次數:名詞(4)
原文字根:給(果效)
字義溯源:禮品,恩賜,饋送,東西;源自(διδῶ / δίδωμι)*=給)。這字重在強調所給的東西,意即:禮物。
同義字:1) (δόμα)禮品 2) (δόσις)贈品 3) (δωρεά)報酬 4) (δώρημα)贈與 5) (δῶρον)禮物 6) (κορβᾶν / κορβανᾶς)許願的奉獻 7) (χάρις)恩典 8) (χάρισμα)恩賜
出現次數:總共(4);太(1);路(1);弗(1);腓(1)
譯字彙編
1) 拿⋯東西(1) 路11:13;
2) 餽送(1) 腓4:17;
3) 將諸恩賜(1) 弗4:8;
4) 東西(1) 太7:11