περιβλέπω

Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

   A look round about, gaze around, περιβλέψας ἔφη Ar.Ec.403; πρὸς τοὺς παρόντας Pl.Erx.395c; μηδαμοῖ X.Lac.3.4; πάντῃ Luc.Sacr.9, etc.:— Med., look about one, Plu.Cat.Mi.37, Arr.Epict.3.14.3 ; περιεβλέποντο ζητοῦντες . . D.S.16.32.    II trans., look round at, πάσας X.Cyr.5.1.4:—Med., ἀλλότρια ἡγεμονικὰ π. M.Ant.7.55, cf. Ev.Marc. 3.5.    2 seek after, covet for oneself, ἀρχήν App.BC3.7.    3 look about for, τινα Luc.Vit.Auct.12 ; τόπον εὐφυῆ Plb.5.20.5:—Med., Id.9.17.6, LXXTo.11.5.    4 admire, respect, τοὔνδικον π. S.OC996 (unless in signf. 11.3):—Pass., περιβλέπεσθαι τίμιον E.Ph.551, cf. Philostr.Her.15.    5 Med., look up, consult, βίβλους Zos.Alch. p.138 B.

German (Pape)

[Seite 570] ringsumher blicken, umherschauen, sich nach Etwas umsehen; οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις ἄν, Soph. O. C. 1000, Rücksicht nehmen darauf; vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 4; πρὸς τοὺς παρόντας, Plat. Eryx. 395 c; öfter bei Sp., τόπον, ihn suchen, Pol. 5, 20, 5; auch med., περιεβλέπετο τὸν ποιμένα, 9, 17, 6; pass., neben τιμᾶσθαι, von Allen rings angeschau't werden, 4, 62, 4; vgl. Eur. Phoen. 551 u. Ael. H. A. 6, 1, u. s. περίβλεπτος.

Greek (Liddell-Scott)

περιβλέπω: ἀμεταβ., βλέπω πέριξ, ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 403· πρὸς τοὺς παρόντας Πλάτ. Ἐρυξ. 395C· μηδαμοῖ Ξεν. Λακ. 3. 4· πάντῃ Λουκ., κλ.· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βλέπω περὶ ἐμαυτόν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 14, 3. ΙΙ. μεταβ., βλέπω ὁλόγυρα πρός., πάντας Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4· οὕτως ἐν τῷ μέσ., καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ’ ὀργῆς... λέγει τῷ ἀνθρώπῳ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. γϳ, 5. 2) ἐπιζητῶ ἢ ἐπιδιώκω τι, ἐπιθυμῶ δι’ ἐμαυτόν, ἀρχὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 7· οὕτως ἐν τῷ μέσ., Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 55. 3) βλέπω ὁλόγυρα ζητῶν τινα, ἀναζητῶ, τινὰ ἢ τι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Πολύβ. 5. 20, 5· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 9. 17, 6. 4) βλέπω μετὰ θαυμασμοῦ τινα, προσβλέπω, σέβομαι, π. τοὔνδικον Σοφ. Ο. Κ. 996· δεδοικὼς καὶ περιβλέπων βίαν, ὑποπτεύων βίαν, Εὐρ. Ἴων. 624. ― Παθ., περιβλέπεσθαι τίμιον, Λατ. digito monstrari, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 551· πρβλ. περίβλεπτος.