Τμωλίτης: [ῑ], ὁ, κάτοικος τοῦ Τμώλου, Γαλην. τ. 6, σ. 435· οἶνος Τιμωλίτης (οὕτως), ἐκ τοῦ ὄρους Τμώλου, ὁ αὐτ.