Τμωλίτης

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek (Liddell-Scott)

Τμωλίτης: [ῑ], ὁ, κάτοικος τοῦ Τμώλου, Γαλην. τ. 6, σ. 435· οἶνος Τιμωλίτης (οὕτως), ἐκ τοῦ ὄρους Τμώλου, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

και Τυμωλίτης, ὁ, Α Τμῶλος
1. ο κάτοικος του όρους Τμώλος
2. (μόνον ο τ. Τυμωλίτης) (ενν. οἶνος) κρασί που παράγεται στην παραπάνω περιοχή.