φλεγματώδης

Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

ες,

   A full of phlegm, κεφαλαί Hp.Aër.3.    2 of food, nourishing, Id.Loc.Hom.41.    b inflammatory, Pl.R.406a.    3 of persons, phlegmatic, Hp.Epid.3.14, Arist.Pr.860b9.    II like phlegm, κάθαρσις Id.HA574b5, 578b19; τὸ αἷμα . . ῥέει -έστερον Hp. Nat.Hom.6.    2 apt to produce phlegm, ὕδατα Id.Aër7 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1291] ες, zsgz. statt φλεγματοειδής, Plat. Rep. III, 406 a.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγματώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλεγματοειδής, φλογώδης, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, κ. ἀλλ. ἐπὶ τροφῆς, ἀντίθετον τῷ ἰσχναινόμενος, ὁ αὐτ. 421. 9, Πλάτ. Πολ. 406Α. 2) ἐπὶ προσώπων, φλεγματικός, φλεγματικῆς διαθέσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1080, Ἀριστ. Προβλ. 1. 11. ΙΙ. ὅμοιος φλέγματι, κάθαρσις ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστορ. 6. 20, 5., 29. 3· ἀπομύσσεσθαι φλεγματωδέστατον Ἱππ. 227. 19. 2) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος νὰ παράγῃ φλέγμα, ὕδατα ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283.