δᾳδουχέω

Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

   A carry a torch, esp. in pageants, E.Tr.343, Luc.Cat. 22.    2 hold the office of δᾳδοῦχος 1.1, IG2.1413,1414.    II c. acc., celebrate, τὰ μυστήρια Them.Or.5.71a:—Med., γόον οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Epigr.Gr.413:—Pass., to be illuminated, Socr.Rhod. 1.

German (Pape)

[Seite 513] Fackeln halten, und mit ihnen vorleuchten, Eur. Tr. 343; Luc. Cat. 22. Dah. = mit Fackeln feiern, μυστήρια Themist.; pass., mit Fackeln erleuchtet werden, Ath. IV, 148 c.

Greek (Liddell-Scott)

δᾳδουχέω: ἔχω τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ δᾳδούχου, φέρω πυρσόν, ἰδίως ἐν πομπαῖς, Εὐρ. Τρῳ. 343, Λουκ. Κατάπλ. 22· δᾳδουχήσας, διατελέσας ἐν τούτῳ τῷ ὑπουργήματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 387, 388, κ. ἀλλ. ΙΙ. μ. αἰτ., ἑορτάζω (μετὰ δᾴδων), τὰ μυστήρια Θεμίστ. 71Α· καὶ ἐν τῷ μέσ., γόον, οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 413. ― Παθ., φωτίζομαι, Ἀθήν. 148C.