ἑορτάζω

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑορτάζω Medium diacritics: ἑορτάζω Low diacritics: εορτάζω Capitals: ΕΟΡΤΑΖΩ
Transliteration A: heortázō Transliteration B: heortazō Transliteration C: eortazo Beta Code: e(orta/zw

English (LSJ)

in Ion.Prose ὁρτάζω· impf. ἑώρταζον (with irreg. augm.) Isoc.19.40, Paus.4.19.4:
Afut. ἑορτάσω Luc.Merc.Cond.16, Alciphr.3.18, etc.: aor. ἑώρτασα D.C.48.34, etc.; inf. ἑορτάσαι Ar.Ach.1079, Pl. R.458a; cf. διεορτάζω: (ἑορτή):—keep festival or keep holiday, Hdt.2.60, 122, E.IT1458, etc.; ἑορτὰς ἑορτάζω = celebrate festivals, X.Ath.3.2; ἡμέρας τέτταρας Plu.Cam.42; τὴν γενέθλιόν τινος OGI493.26 (Ephesus, ii A.D.); ἑ. τῷ θεῷ Luc.Anach.23.
II celebrate as a festival, νίκην ἑορτάζω = celebrate a victory by a festival, Plu.2.349f, cf. Ant.56; at Rome, celebrate by a triumph, D.C.51.21.

German (Pape)

[Seite 892] ion. ὁρτάζω, imperf. ἑώρταζον, Paus. 4, 19, 3, ἑωρτάζετο, D. C. 65, 4; ein Fest feiern, Her. 2, 60 u. öfter; Eur. I. T. 1458; Thuc. 3, 3 u. sonst; ἑορτάς Xen. Ath. 3, 2; τὰ Διάσια u. ä., Luc.; ἡμέρας, festlich begehen; Plut. Cam. 42; νίκην Ant. 56; τῷ θεῷ, einem Gotte ein Fest feiern, Luc. Anach. 23 Bacch. 26.

French (Bailly abrégé)

impf. ἑώρταζον, f. ἑορτάσω, ao. ἑώρτασα, pf. ἑώρτακα;
1 célébrer une fête : θεῷ LUC en l'honneur d'un dieu ; ἑορτ. ἑορτάς XÉN célébrer des fêtes;
2 célébrer par des fêtes : νίκην PLUT une victoire.
Étymologie: ἑορτή.

Russian (Dvoretsky)

ἑορτάζω: ион. ὁρτάζω
1 справлять праздник, праздновать (τῷ θεῷ Luc.; μεθ᾽ ἡμέραν Plut.);
2 торжественно справлять, праздновать (ἑορτάς Xen.; νίκην Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑορτάζω: ἐν τῷ Ἰωνικ. πεζῷ λόγῳ ὁρτάζω: παρατ. ἑώρταζον (μετ’ ἀνωμάλ. αὐξήσ. ἐν τῇ β΄ συλλαβῇ) Ἰσοκρ. 392C, Παυσ. 4. 19, 4: μέλλ. -άσω, Λουκ., κλ.: ἀόρ. ἑώρτασα (μετ’ ἀνωμάλου αὐξήσ.) Δίων Κ. 48. 34, κλ.· ἀπαρ. ἑορτάσαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1079, Πλάτ.: πρβλ. διεορτάζω· (ἑορτή). Ἑορτάζω, πανηγυρίζω, ὁρτάζουσι μεγάλας ἀνάγοντες θυσίας Ἡρόδ. 2. 60, 122, Εὐρ., κλ.: ἑορτὰς ἑορτ., πανηγυρίζει ἑορτάς, Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3, 2· ἡμέρας τέσσαρας Πλουτ. Κάμιλλ. 42· ἑορ. τῷ θεῷ Λουκ. Ἀνάχ. 23. ΙΙ. τιμῶ μέγα τι γεγονὸς δι’ ἑορτῶν καὶ πανηγύρεων, πανηγυρίζω, ταῦταπόλις ἑορτάζει καὶ ὑπὲρ τούτων θύει τοῖς θεοῖς Πλούτ. 2. 349F· πολυτελῶς ἑορτάζοντες ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Ἀντων. 56.

English (Strong)

from ἑορτή; to observe a festival: keep the feast.

English (Thayer)

(ἑορτή); to keep a feast-day, celebrate a festival: ἄζυμος. (the Sept. for חָגַג; Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato, others; ὁρτάζω, Herodotus.)

Greek Monolingual

και γιορτάζω (AM ἑορτάζω)
1. τιμώ, διοργανώνω εορταστικές εκδηλώσεις
2. (για ναό, προσκύνημα κ.λπ.) έχω πανηγύρι, διοργανώνεται επίσημη εορτή
νεοελλ.
(σε συγκεκριμένη ημερομηνία) έχω την ονομαστική μου εορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή + επίθημα -άζω (πρβλ. πλεονάζω)].

Greek Monotonic

ἑορτάζω: Ιων. ὁρτάζω, παρατ. ἑώρταζον (με ανώμ. αύξηση στη δεύτερη συλλαβή), μέλ. -άσω, αόρ. αʹ ἑώρτασα (με ανώμ. αύξηση), απαρ. ἑορτάσαι· (ἑορτή
I. πανηγυρίζω ή γιορτάζω, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. πανηγυρίζω ή τιμώ με πανηγύρεις και γιορτές, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἑορτή
I. to keep festival or holiday, Hdt., Eur.
II. to celebrate as or by a festival, Plut.

Chinese

原文音譯:˜ort£zw 赫哦而他索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:節期(化) 相當於: (חָגַג‎)
字義溯源:過節,守節期;源自(ἑορτή)*=節期)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 守這節(1) 林前5:8

Lexicon Thucydideum

festum diem celebrare, to celebrate a holiday, 3.3.3.