σίκλος

Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,= σίγλος (q.v.):—Dim. σικλίον, τό, Ps.-Gal.19.773.

German (Pape)

[Seite 880] ὁ, = σίγλος, w. m. s. Auch ein Maaß, s. v. a. μέδιμνος, Pol. bei Ath. VIII, 331.

Greek (Liddell-Scott)

σίκλος: ὁ, = σίγλος, ὃ ἴδε· - ὑποκορ. σικλίον, τό, Ψευδο-Γαλην.