ὁ,= σίγλος (q.v.):—Dim. σικλίον, τό, Ps.-Gal.19.773.
[Seite 880] ὁ, = σίγλος, w. m. s. Auch ein Maaß, s. v. a. μέδιμνος, Pol. bei Ath. VIII, 331.
σίκλος: ὁ, = σίγλος, ὃ ἴδε· - ὑποκορ. σικλίον, τό, Ψευδο-Γαλην.