σίγλος
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
or σίκλος (the latter form in LXX, J., and S. (v. infr.)), ὁ, = Hebr.
A shekel, a weight (LXX Ex.30.23, al.) or coin (ib.Le.5.15); δραχμὴ μία τὸ ἥμισυ τοῦ σίγλου ib.Ex.39.2 (38.26); but ὁ σ… Ἀττικὰς δέχεται δραχμὰς τέτταρας J.AJ3.8.2, cf. Hsch. s.v. σίκλος.
2 the Persian ς. was the 1/3000th part of the Baby lonian silver talent, half the silver stater of Asia Minor, and = 7 1/2 Att. ὀβολοί, X.An.1.5.6; or 8 ὀβολοί, acc. to Phot., quoting S.Fr.1094 (perhaps erroneously, instead of for sense ΙΙ).
II earring, Phot., cf. σιγλοφόρος
III in Plb.34.8.7, prob. corrupt for Σικελικός.
German (Pape)
[Seite 878] ὁ, auch σίκλος, eine asiatische Münze, das hebräische Seckel; Xen. An. 1, 5, 6 ὁ δὲ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιοβόλιον Ἀττικούς, u. A.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. σίκλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίγλος -ου, ὁ shekel (gewichtsmaat).
Russian (Dvoretsky)
σίγλος: v.l. σίκλος ὁ сигл или сикл:
1 персидская монета (составлявшая 1 / 3000 вавилонского серебряного таланта и соотв. 7.5 атт. оболам) Xen.;
2 Polyb. = μέδιμνος.
Greek Monolingual
ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν
(στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 της μνας
νεοελλ.
κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάς
αρχ.
1. νομισματική μονάδα της Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία... τὸ ἥμισυ τοῦ σίκλου», ΠΔ)
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) ενώτιο, σκουλαρίκι
3. φρ. «Περσικὸς σίγλος» — νόμισμα ισοδύναμο με το 1/3.000 μέρος του βαβυλωνιακού αργυρού ταλάντου, με μισό στατήρα της Μικράς Ασίας και με 7½ ἢ 8 αττικούς οβολούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τις σημιτικές γλώσσες (πρβλ. μνᾶ), πιθ. από την Φοινικική (πρβλ. και τα: ακκαδ. šeqlu, εβρ. šeqel). Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. siclus)].
Greek Monotonic
σίγλος: ή σίκλος, ὁ, Εβρ. sheuel,
1. βάρος (που ανήκει δηλ. στα σταθμά) και νόμισμα = 4 Αττ. δραχμαί, σε Καινή Διαθήκη
2. ο Περσικός σίγλος = 7 ½, Αττ. ὄβολοι, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σίγλος: ἢ σίκλος, ὁ, τὸ Ἑβραϊκ. shekel, βάρος (σταθμίον) καὶ νόμισμα, μεταφραζόμενον διὰ τοῦ δίδραχμον παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΓ΄, 15, κ. ἀλλ.)· ἀλλὰ = 4 Ἀττικ. δραχμαὶ παρ’ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 8, 2· ἡ δὲ δευτέρα αὕτη ἐκτίμησις συνάδει τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 24, ἔνθα δίδραχμον σημαίνει τὸν ἥμισυν σίκλον, ὃν ἐτέλουν ὡς φόρον διὰ τὸν ναόν, πρβλ. Ἔξοδ. Λ΄, 13, Dict. of Bible, 2, σ. 408 κἑξ. 2) ὁ Περσικὸς σίγλος ἦτο τὸ 1/3000 μέρος τοῦ Βαβυλωνιακοῦ ταλάντου ἀργύρου, ἥμισυ δὲ τοῦ στατῆρος τῆς Μ. Ἀσίας καὶ = πρὸς 7 ½ Ἀττικοὺς ὀβολούς, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6· ἢ πρὸς 8 ὀβολούς, κατὰ τὸν Φώτ.· ἴδε Mommsen Röm. Munzwesen σ. 13. ΙΙ. ἐνώτιον, Φώτ.· ὅθεν σιγλοφορέω, φορῶ ἐνώτια, παρ’ Ἡσύχ. ΙΙΙ. μέτρον σίτου, κτλ., = μέδιμνος, παρὰ Πολυβ. 34. 8, 7, - ἴσως κατὰ παραφθορὰν ἀντὶ τοῦ Σικελικὸς (ἐξυπακ. μέδιμνος).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: weight and coin (in X. = 7 ½ Att. oboles), szekel (Att. inscr. end IVa, X. a.o.), also used as ear-pendant (a. o. in σιγλο-φόρος Com. Adesp. 792); in this meaning also σίγλαι f. pl. (PMasp. VIp, Poll.).
Other forms: σίκλος (LXX, J.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.
Etymology: From Semit.; cf. Hebr. šekel a.o. (E. Masson Recherches 34ff.). Lat. LW [loanword] siclus.
Middle Liddell
σίγλος, ορ σίκλος, ὁ,
1. the Hebr. shekel, a weightand coin, = 4 Attic δραχμαί, NTest.
2. the Persian ς. was = 7 ½ Attic ὀβολοί, Xen.
Frisk Etymology German
σίγλος: (att. Inschr. Ende IVa, X. u.a.),
{síglos}
Forms: σίκλος (LXX, J.)
Grammar: m.
Meaning: Gewicht und Münze (bei X. = 7 ½ att. Obolen), Sekel, auch als Ohrgehänge gebraucht (u. a. in σιγλοφόρος Kom. Adesp. 792); in dieser Bed. auch σίγλαι f. pl. (PMasp. VIp, Poll.).
Etymology: Aus dem Semit.; vgl. hebr. šekel u.a. (E. Masson Recherches 34ff.). Lat. LW siclus.
Page 2,702
Mantoulidis Etymological
ἤ σίκλος (=βάρος καί νόμισμα, σίγλαι = νομίσματα πού χρησιμοποιοῦνται γιά κοσμήματα). Ἑβραϊκή λέξη.