νόστος a return
A that is no return, E. Tr.75. II from which no traveller returns, ῥόος App.Anth.4.54.
[Seite 684] νόστος, unglückliche Heimkehr, Eur. Tr. 75.
δύσνοστος: νόστος, ἐπάνοδος δυστυχής, Εὐρ. Τρῳ. 75.