νόστος
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it
English (LSJ)
ὁ
A, (νέομαι) return home, Hom., especially in Od., νόστοιο τέλος γλυκεροῖο 22.323; ν. μελιηδέα 11.100, al.: freq. c. gen. pers., Ἀχαιῶν ν. 1.326, al.: c. gen. objecti, ὤλεσε… νόστον Ἀχαιίδος lost his chance of returning to Greece, 23.68; γῆς πατρῴας ν. E.IT1066; ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης Od.3.142; ν. ἐς δόμους S.OC 1409: in plural, νόστοι ἐκ πολέμων A. Pers.861 (lyr.); ὤμοι ἐμῶν ν. S.Aj. 900 (lyr.); οἰκτρὰ νόστοις αὐδά Id.El.193 (lyr.): generally, return, νῆας ἔπι Il. 10.509.
2 generally, travel, journey, ἐπιμαίεο νόστου γαίης Φαιήκων to the land of the P., Od.5.344; ἐπὶφορβῆς ν. journey after (i.e. in search of) food, S.Ph.43; ν. πρὸς Ἴλιον, Ἰλίου πύργους ἔπι, E. IA966, 1261.
3 as pr. n. Νόστοι, the homeward journeys of the Greek heroes after the taking of Troy, title of Cyclic Epic, Paus. 10.28.7, etc.; of a work by Anticlides, Ath.11.466c.
II yield or produce of grain when ground, Trypho ap.Ath.14.618d; = γεῦσις, Glossaria, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 264] ὁ (verwandt mit νέομαι), Rückkehr, bes. in die Heimath, die Heimkehr; oft Hom., bes. in der Od.; νόστον μετὰ φρεσὶ βάλλεσθαι, Il. 9, 434; Ἀχαιοῖσιν ὑπέρμορα νόστος ἐτύχθη, 2, 155; Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε, Od. 1, 326 (so ist Νόστοι der gemeinsame Titel mehrerer alter epischer Gesänge, welche die Rückfahrten der griechischen Helden von Troja erzählten, wie die Odyssee selbst solch ein νόστος des Odysseus ist, vgl. Proclus Chrestom.; Ath. XI, 466 c citirt Ἀντικλείδης ὁ Ἀθηναῖος ἐν τῷ ἑκκαιδεκάτῳ Νόστων); οὐδὲ νέεσθαι οἴκαδ' ὅπη οἱ νόστος, 18, 241; νόστου μιμνήσκεσθαι, 3, 142 u. öfter; auch νόστος γαίης Φαιήκων, Rückkehr zum Lande der Phäaken, 5, 344, vgl. 23, 68, wie γῆς πατρῴας, Eur. I. T. 1065; νόστον οἴκοιο, Orph. Arg. 144; gewöhnlich ἐπί, Il. 10, 509 Od. 3, 142; πόμπιμον νόστου τέλος, Pind. N. 3, 24; γλυκὺν νόστον ἐρυσσάμενοι, 9, 23; auch γεφύρωσε νόστον, I. 7, 51, u. öfter, auch für Reise, Fahrt übh.; νόστοι ἐκ πολέμων, Aesch. Pers. 846; Ag. 786. 962; νόστου σωτῆρας ἱκέσθαι, Soph. Phil. 1457; ἐς δόμους, O. C. 1411; aber ἢ πὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυθεν, Phil. 43, = er ist ausgegangen auf Nahrung; oft bei Eur., auch νόστον τὸν εἰς Ἴλιον περᾶν, Rhes. 427. – Weil bei Hom. der νόστος als etwas so Süßes erscheint, γλυκερός, μελιηδής, haben spätere Grammatiker dem Worte auch die Bedeutung »Süßigkeit«, »Annehmlichkeit« beigelegt (s. νόστιμος), Hesych. ἡ ἀνάδυσις τῆς γεύσεως, Suid. γλυκαομὸς ἐπὶ τῶν ἐδεσμάτων.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. retour;
II. p. ext.
1 action d'arriver dans un pays;
2 chemin, sortie (pour aller chercher sa nourriture).
Étymologie: R. Νες aller ; v. νέομαι.
Russian (Dvoretsky)
νόστος: ὁ
1 возвращение (Ἀχαιῶν, ἐπὶ νῆας, γαίης Φαιήκων Hom.; γῆς πατρῴας Eur.; ἐς δόμους Soph.; ἐκ πολέμων Aesch.);
2 путешествие, поездка: ἐπὶ φορβῆς νόστον ἐξελθεῖν Soph. отправиться за пищей; νόστον τὸν εἰς Ἴλιον περᾶν Eur. отправиться в Илион.
Greek (Liddell-Scott)
νόστος: -ου, ὁ, (ἴδε νέομαι), ἐπάνοδος εἰς τὴν πατρίδα, ἢ πρὸς τὴν πατρίδα ὑποστροφή, Ὅμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ.), κατὰ τό πλεῖστον μετὰ γεν. προσώπ., ν. Ἀχαιῶν Ὀδ. Α. 326, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ὤλεσε νόστον … Ἀχαιΐδος, ἀπώλεσε τὴν εὐκαιρίαν τῆς ἐπανόδου εἰς τὴν Ἑλλάδα, Ὀδ. Ψ. 68· (οὕτως, ἐπιμαίεο νόστον γαίης Φαιήκων, προσπάθει νὰ φθάσῃς εἰς τὴν γῆν τῶν Φαιάκων, Ε. 344), πρβλ. ὁδός ΙΙ· ἀλλαχοῦ, ν. ἐπὶ τόπον, ὡς Ἰλ. Κ. 509, Ὀδ. Γ. 141· ν. εἰς ... Σοφ. Ο. Κ. 1408· νόστοι ἐκ πολέμων Αἰσχύλ. Πέρσ. 861· - νόστοιο τέλος γλυκεροῖο Ὀδ. Χ. 323· ν. μελιηδέα Λ. 99, κτλ. 2) καθόλου, πλοῦς, ἐπιμαίεο νόστου γαίης Φαιήκων Ὀδ. Ε. 344, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ν. 3. 24: ἐπὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυθεν, ἐξῆλθε πρὸς ἀναζήτησιν τροφῆς, Σοφ. Φιλ. 43, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.· ν. πρὸς Ἴλιον, Ἰλίου πύργους ἔπι Εὐρ. Ι. Α. 966, 1261. 3) Νόστοι ὡς ἐπιγραφὴ πολλῶν ἀρχαίων Ἐπικ. ποιημάτων περιγραφόντων τὸν πρὸς τὴν πατρίδα πλοῦν καὶ τὰς περιπετείας τῶν Ἑλλήνων μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροίας, ὡς ἡ Ὀδύσσεια ἦτο ὁ νόστος τοῦ Ὀδυσσέως, Ἀθήν. 446C, πρβλ. Lennep εἰς Φάλαρ. σ. 49, Müller Ἑλλ. Φιλολογία 1, σελ. 69· πρβλ. οἰκτρὰ μὲν νόστοις αὐδά, οἰκτρὰ ἦν ἡ κατὰ τὴν ὑποστροφὴν αὐτοῦ (τοῦ Ἀγαμέμνονος) ἀκουσθεῖσα φωνή, Σοφ. Ἠλ. 193, πρβλ. Αἴ. 900. ΙΙ. ὅ,τι παρέχει ὁ σῖτος ἀλεσθείς, τὸ ποσὸν ἢ ἡ παραγωγή, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618D, ἴδε εὔνοστος, ἀνόστιμος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νόστος· ἡ εἰς οἶκον ἀνακομιδή, ἢ ἐπάνοδος. καὶ ἀνάδοσις τῆς γεύσεως».
English (Autenrieth)
(νέομαι): return, return home; νόστου γαίης Φαιήκων, a reaching the land of the Phaeacians (γαίης, obj. gen.), without the notion of ‘returning,’ except in so far as a man who had been swimming as long as Odysseus had to swim would feel as if he had got back somewhere when he touched dry land, Od. 5.344.
English (Slater)
νόστος (-ος, -ου, -οιο, -ῳ, -ον.) homecoming (v. v. d. Mühll, MH, 1968, 229.) ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον (O. 8.69) ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (P. 1.35) “ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι” (P. 4.32) ἐκάλει φιλίαν νόστοιο μοῖραν (P. 4.196) τοῖς (sc. the losers) οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη (P. 8.83) τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ (N. 2.24) ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος (N. 3.25) γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (ἀπέθεντο Σ., loc. susp.) (N. 9.23) γεφύρωσέ τ' Ἀτρείδαισι νόστον (sc. Ἀχιλλεύς.) (I. 8.51)
Greek Monolingual
ο (Α νόστος)
επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῦ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. (γενικά) επάνοδος
2. ταξίδι, πλους
3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή
4. (για φαγητό) νοστιμιά
5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι
τίτλος πολλών επικών ποιημάτων που περιγράφουν τον πλου προς την πατρίδα και τις περιπέτειες τών Ελλήνων μετά την άλωση της Τροίας («ἡ δὲ Ὀμήρου ποίησις ἡ ἐς Ὀδυσσέα καὶ ἡ Μινυάς τε καλούμενη καὶ οἱ Νόστοι», Παυσ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀνάδοσις τῆς γεύσεως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα νοσ- του θ. νεσ- του ρ. νέομαι «έρχομαι, επιστρέφω, γυρίζω» (για τη σημασιολογική εξέλιξη σε «νοστιμιά, γλυκύτητα» βλ. λ. νόστιμος).
ΠΑΡ. νόστιμος
αρχ.
νοστίζω, νοστώ (Ι)
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) νοσταλγώ. (Β συνθετικό) άνοστος
αρχ.
δύσνοστος, επίνοστος, εύνοστος, λαθίνοστος, παλίννοστος, πολύνοστος.
Greek Monotonic
νόστος: -ου, ὁ (νέομαι)·
1. επιστροφή στο σπίτι ή στην πατρίδα, σε Όμηρ.· με γεν. αντικειμενική, νόστος Ἀχαιίδος, ευκαιρία για επιστροφή στην Ελλάδα, σε Ομήρ. Οδ.· νόστον γαίης Φαιήκων, η επιστροφή σου στη χώρα των Φαιάκων, στο ίδ.
2. γενικά, ταξίδι, περιήγηση, πλους· ἐπὶφορβῆς νόστος, περιήγηση για αναζήτηση τροφής, σε Σοφ.· νόστος πρὸς Ἴλιον, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
See also: s. νέομαι.
Middle Liddell
νόστος, ου, νέομαι
1. a return home or homeward, Hom.; c. gen. objecti, νόστος Ἀχαιΐδος his chance of returning to Greece, Od.; νόστον γαίης Φαιήκων thy way to the land of the Phaeacians, Od.
2. generally, travel, journey, ἐπὶ φορβῆς ν. a journey after (i. e. in search of) food, Soph.; ν. πρὸς Ἴλιον Eur.
Frisk Etymology German
νόστος: {nóstos}
See also: s. νέομαι.
Page 2,324
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=γυρισμός στήν πατρίδα). Ἀπό τό νέομαι (=ἐπιστρέφω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Κατ' ἄλλους ἀπό τό ναίω (=κατοικῶ).