ἐξαιθραπεύω
English (LSJ)
A to be a satrap, SIG167.2 (Mylasa, iv B.C.); cf. ἐξαιτραπεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιθραπεύω: σατραπεύω, Μαυσώλου ἐξαιθραπεύοντος Ἐπιγρ. Ἰων. Μυλάσων Bechtel 2482, ἴδε σατράπης.
A to be a satrap, SIG167.2 (Mylasa, iv B.C.); cf. ἐξαιτραπεύω.
ἐξαιθραπεύω: σατραπεύω, Μαυσώλου ἐξαιθραπεύοντος Ἐπιγρ. Ἰων. Μυλάσων Bechtel 2482, ἴδε σατράπης.