σατραπεύω

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰτρᾰπεύω Medium diacritics: σατραπεύω Low diacritics: σατραπεύω Capitals: ΣΑΤΡΑΠΕΥΩ
Transliteration A: satrapeúō Transliteration B: satrapeuō Transliteration C: satrapeyo Beta Code: satrapeu/w

English (LSJ)

A to be a satrap, exercise the authority of one, δεῖ τὴν γυναῖκα σατραπεύειν X.HG3.1.12, cf. SIG302 (iv B.C.), al., PEleph.1.1 (iv B.C.); ξατραπ-, Arr.Fr.10 J., cf. σατράπης.
2 c. gen., rule as a satrap, σ. τῆς χώρας X. HG3.1.10, An.3.4.31, cf. Plu.Them.30: also c. acc., τὰ ἐν μέσῳ σ. X.An.1.7.6; Αἴγυπτον Hld.2.24: metaph. in Pass., Philostr.VA1.27.

German (Pape)

[Seite 864] ein σατράπ ης od. Statthalter sein, Xen. Hell. 3, 1, 12; auch als Satrap beherrschen, χὠραν, An. 1, 7, 6; aber auch c. gen., χώρας, 3, 4, 31; Plut. Them. 30.

French (Bailly abrégé)

1 intr. être satrape;
2 tr. gouverner comme satrape, acc..
Étymologie: σατράπης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σατραπεύω [σατράπης] satraap zijn; met gen. satraap zijn over.

Russian (Dvoretsky)

σᾰτρᾰπεύω:
1 занимать должность сатрапа, быть сатрапом Xen.;
2 управлять в качестве сатрапа: σ. τῆς χώρας Xen., Arst., Plut. быть сатрапом области; τὰ ἐν μέσῳ σ. Xen. управлять центральными провинциями.

Greek Monolingual

και ξατραπεύω Α σατράπης
1. είμαι σατράπης
2. (γενικά) α) κυβερνώ ως σατράπης
β) συμπεριφέρομαι ως σατράπης («δεῖ τὴν γυναῖκα σατραπεύειν», Ξεν.).

Greek Monotonic

σατρᾰπεύω: μέλ. -σω,
1. έχω το αξίωμα του σατράπη, ασκώ την εξουσία του, συμπεριφέρομαι τυραννικά, σε Ξεν.
2. με γεν., διοικώ ως σατράπης, σατραπεύω τῆς χώρας, στον ίδ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σατρᾰπεύω: εἶμαι σατράπης, ἐνεργῶ ὡς σατράπης, δεῖ τὴν γυναῖκα σατραπεύειν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 12. 2) μετὰ γεν., κυβερνῶ ὡς σατράπης, σ. τῆς χώρας αὐτόθι 10, Ἀνάβ. 3. 4, 31· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ., τὰ ἐν μέσῳ σ. αὐτόθι 1. 7, 6· Αἴγυπτον Ἠλιόδ. 2. 24· πρβλ. κρατέω Ι καὶ V.

Middle Liddell

σατρᾰπεύω, fut. -σω
1. to be a satrap, exercise the authority of one, Xen.
2. c. gen. to rule as a satrap, ς. τῆς χώρας Xen.;—also c. acc., Xen. [from σᾰτράπης]