διεξίημι

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

strengthd. for ἐξίημι,

   A let pass through, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τῆς πόλεως Hdt.4.203.    II intr., of a river, empty itself, ἐς θάλασσαν Th.2.102 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 620] (s. ἵημι), durch- u. herauslassen, τινὰ διὰ τοῦ ἄστεος, Her. 4, 203; scheinbar intrans., vom Flusse, διεξιεὶς εἰς θάλασσαν, Thuc. 2, 102, sich ergießen.

Greek (Liddell-Scott)

διεξίημι: πρβλ. τὸ ἐξίημι, ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. ἐξίημι, ἐκδίδωμι.