A murder one's father, A.Ch.909, Luc.Tyr.1.
[Seite 536] den Vater morden; Aesch. Ch. 896; Luc. Tyrannic. 1 u. a. Sp.
πατροκτονέω: φονεύω τὸν πατέρα μου, πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί; Αἰσχύλ. Χο. 909. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 98.