πατροκτονέω
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
murder one's father, A.Ch.909, Luc.Tyr.1.
German (Pape)
[Seite 536] den Vater morden; Aesch. Ch. 896; Luc. Tyrannic. 1 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
πατροκτονῶ :
tuer son père.
Étymologie: πατροκτόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροκτονέω [πατροκτόνος] vader vermoorden.
Russian (Dvoretsky)
πατροκτονέω: совершать отцеубийство Aesch.
Greek Monotonic
πατροκτονέω: μέλ. -ήσω, φονεύω τον πατέρα μου, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πατροκτονέω: φονεύω τὸν πατέρα μου, πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί; Αἰσχύλ. Χο. 909. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 98.
Middle Liddell
πατροκτονέω, fut. -ήσω
to murder one's father, Aesch.