καταστηρίζω

Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A establish, Nonn.D.38.424; prove, Lyd.Mens.1.14:— Pass., to be propped or stayed, ἐπί τινι E.Fr.382.9; to be firmly fixed or established, LXX Jb.20.7; κατεστηριγμένος, opp. ἀβέβαιος, Arist. Mu.395b16.    II intr., κ. εἰς . . settle in a spot, of disease, Hp. Aff.15, cf. 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταστηρίζω: στηρίζω καλῶς, στερεώνω, Ἑβδομ.· ἀμεταβ., κ. εἰς τόπον, πίπτω εἴς τι μέρος καὶ ἐκεῖ μένω, ἐπὶ νόσων, πρβλ. κατασκήπτω, Ἱππ. 518. 53., 519, 48. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἀνέχομαι, ἐπί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· κατεστηριγμένος, ἀσφαλῶς ἐστηριγμένος, ἀντίθ. τῷ ἀβέβαιος, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 25.