κατασκήπτω
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
fut. κατασκήψω E.Hipp.1418:—
A rush down or fall upon, Arist.Mu.395a25, D.S.16.80, etc.; of the rainbow, Arist.HA553b30; of divine visitations, τοῖσι Λακεδαιμονίοισι μῆνις κατέσκηψε Ταλθυβίου Hdt.7.134; ἐς ἀλλέλους ib.137; ἤν κατασκήψῃ ἐς τὴν Πελοπόννησον, of an omen, Id.8.65; ὀργαὶ κ. ἐς τὸ σὸν δέμας E.l.c.; τίς κατέσκηψεν τύχη; A.Supp.327; ἐς Οἰδίπου παῖδε Ἄρης κ. Ar.Fr.558; of Nemesis, D.H.3.23; especially of sickness, attack, [ἡ νόσος] κατέσκηπτε ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας Th.2.49, cf. Hp.Epid.3.8; εἰς γυναῖκας D.H.9.40; ῥεῦμα κ. τινὶ ἐς τὰ νεῦρα Paus.6.3.10, cf. Gal.1.286; ἡ ξανθὴ [χολὴ] ὀδόντι Alex.Aphr.Pr.1.40, etc.
2 c.acc., fall upon, τινα dub.l. in E.Med.94 (fort. τινι):—Pass., κατασκηφθέντα χωρία struck by lightning, Hsch. s.v. ἐνηλύσια.
II causal, εἰς ὅ τι -σκήψει τέλος ὁ δαίμων νέμεσιν Plu.Aem.27.
III κ. λιταῖς storm or importune with prayers, c.inf., S.OC1011.
IV abs., break out, go forth, of a report, App.BC3.25; κ. εἰς τέλος come to an issue, of a war, D.H. 3.54.
German (Pape)
[Seite 1379] sich worauf werfen, wogegen losbrechen; eigtl. vom Einschlagen des Blitzes, Arist. de mund. 4 σκηπτοί, ὅτι κατασκήπτουσιν εἴς τι; ἀστραπαί τε καὶ βρονταὶ κατέσκηπτον D. Sic. 16, 81; λέγεται κεραυνὸν εἰς τὸν τάφον κατασκῆψαι Plut. Lys. 31; auch pass., χωρία κατασκηφθέντα Hesych., wo der Blitz eingeschlagen hat. Aehnl. ἡ ἶρις Arist. H. A. 5, 22; νέφος Plut. Them. 15; vgl. Her. 6, 65. Häufig vom Unglück, das über Einen einbricht, vom Ausbrechen des Krieges u. ä., τίς κατέσκηψεν τύχη Aesch. Suppl. 322; vom Zorn, ὀργαὶ κατασκήπτουσιν εἰς τὸ σὸν δέμας Eur. Hipp. 1418; ἡ μῆνις ἐς ἀγγέλους Her. 8, 65; νέμεσις εἰς τούτους D. Hal. 3, 23; Λακεδαιμονίοισι κατέσκηψε μῆνις Ταλθυβίου Her. 7, 134; vgl. Pol. 24, 8, 14; c. acc., οὐδὲ παύσεται χόλου πρὶν κατασκῆψαί τινα, ehe er Einen getroffen od. niedergeschmettert hat, Eur. Med. 94. Von der Krankheit, κατέσκηψε εἰς χεῖρας καὶ πόδας, sie warf sich auf Hände und Füße, Thuc. 2, 49; Hippocr.; ἡ νόσος κατασκήψασα εἰς τὰς γυναῖ. κας, v.l. γυναιξίν, D. Hal. 9, 40. – Λιταῖς θεάς, mit Bitten anliegen, bestürmen, Soph. O. C. 1011. – Vom Gerücht, sich wohin verbreiten, App. B. C. 3, 25. – Sich wohin entscheiden, ausschlagen, ἔργον ἀνόσιον εἰς εὐτυχὲς κατασκῆψαι τέλος D. Hal. 3, 60; ὁ πόλεμος εἰς τοῦτο τὸ τέλος κατέσκηψε ib. 54.
French (Bailly abrégé)
se jeter sur, s'abattre sur : λιταῖς θεάς SOPH propr. se jeter avec des prières sur les déesses, càd s'attacher à l'autel en priant, fatiguer de ses prières.
Étymologie: κατά, σκήπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σκήπτω neervallen op:; ὀργαὶ κατασκήψουσιν ἐς τὸ σον δέμας woede zal op uw persoon neervallen Eur. Hipp. 1418; met dat.:; Λακεδαιμονίοισι μῆνις κατέσκηψε Ταλθυβίου de vloek van Talthybius trof de Spartanen Hdt. 7.134.1; van ziektes treffen, overslaan op:; κατέσκηπτε γὰρ καὶ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας want de ziekte sloeg over op de schaamdelen en vingers Thuc. 2.49.8; van de bliksem inslaan:. κεραυνὸν εἰς τὸν τάφον κατασκῆψαι dat de bliksem op zijn graf was ingeslagen Plut. Lyc. 31.5. doen neerkomen:; κατασκήψει... ἑκάστῳ... ὁ δαίμων νέμεσιν de godheid zal zijn bestraffing op ieder laten neerkomen Plut. Aem. 27.5; overdr. bestoken met:. θεάς... λιταῖς κατασκήπτω de godinnen bestook ik met smeekbeden Soph. OC 1011.
Russian (Dvoretsky)
κατασκήπτω:
1 (преимущ. о молнии) ударять, поражать (ἐς τὴν Πελοπόννησον Her.; εἰς τὸν τάφον Plut.);
2 поражать, обрушиваться (ἡ Ταλθυβίου μῆνις κατέσκηψε ἐς ἀγγέλους Her.): τίς κατέσκηψεν τύχη; Aesch. какая судьба постигла (вас)?; οὐ παύσεται χόλου, πρὶν κατασκῆψαί τινα Eur. (Медея) не остановится (в своем) гневе, прежде чем не ринется на кого-л.; (ἡ νόσος) κατέσκηπτε ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας Thuc. болезнь поражала оконечности рук и ног; κ. λιταῖς Soph. неотступно молить.
Greek Monolingual
κατασκήπτω (Α)
1. (για οργή θεών ή για οιωνό ή για την τύχη κ.λπ.) εφορμώ, επιπίπτω
2. (για αιφνίδια νόσο) προσβάλλω
3. πέφτω επάνω
4. εκλιπαρώ με προσευχές ή ικεσίες
5. (για φήμη) διαδίδομαι
6. φρ. α) «κατασκηφθέντα χωρία» — χωριά που χτυπήθηκαν από κεραυνό
β) «κατασκἡπτω εἰς τέλος» — καταλήγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκήπτω (< σκήπτω «επιπίπτω»), πρβλ. επισκήπτω, παρασκήπτω.
Greek Monotonic
κατασκήπτω: μέλ. -ψω,
I. εφορμώ προς τα κάτω ή πέφτω πάνω, με δοτ., λέγεται για την αστραπή και τις θύελλες, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη θεϊκή οργή, στον ίδ.· λέγεται για την πανούκλα, σε Θουκ.· σπανίως, κατασκῆψαί τινα, πέφτω σε κάποιον, σε Ευρ.
II. κ. λιταῖς, μαίνομαι ή ζητώ επίμονα με προσευχές, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκήπτω: μέλλ. -ψω, μεθ’ ὁρμῆς καταφέρομαι, ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω, ὡς τὸ ἀποσκήπτω, ἐπὶ κεραυνοῦ, θυελλῶν, τυφώνων, ἀστραπῶν, βροντῶν, κλπ., εἰς τόπον Ἡρόδ. 8. 65· σκηπτοὶ κ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 20· ἀστραπαὶ καὶ βρονταὶ μετὰ μεγάλων πνευμάτων κ. Διόδ. 16. 80, κτλ.· νότος βιαιότατος κ. Φίλων 629D· ἐπὶ τῆς ἴριδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς θείας ὀργῆς, τοῖσι Λακεδαιμονίοισι μῆνις κατέσκηψε Ταλθυβίου Ἡρόδ. 7. 134· ἐς ἀγγέλους αὐτόθι 137· ὀργαὶ κ. ἐς τὸ σὸν δέμας Εὐρ. Ἱππ. 1418· ἐπὶ τύχης, τίς κατέσκηψε τύχη; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 326· ὡσαύτως ἐπὶ πολέμου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471· ἐπὶ τῆς Νεμέσεως, Διον. Ἁλ. 3. 23·― ἰδίως ἐπὶ αἰφνιδίου νόσου, οἷον τοῦ λοιμοῦ, οἱονεὶ οὐρανόθεν καταφερομένης εἰς τοὺς ἀνθρώπους, κατέσκηπτεν ἐς χεῖρας καὶ πόδας, κατέπιπτε καὶ κατεκτύπει, ὅπερ ὁ αὐτὸς λέγει ἀντίληψιν τῶν ἀκρωτηρίων καὶ ἀντιλαμβάνειν τῶν ἀκρωτηρίων· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει ἐπίσκηψις, Θουκ. 2, 49, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1086, κτλ.· ῥεῦμα κατ. τινὶ ἐς τὰ νεῦρα Παυσ. 6. 3, 10· χολὴ ὀδόντι Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 40, κτλ.· καὶ θηρίον κ. εἰς τοὺς δρυμοὺς (καὶ τοῦτο ὡς κακὸν θεόθεν πρὸς τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων) Διοδ. 3, 69. 2) ἐν Εὐρ. Μηδ. 93 ἔχομεν κατασκῆψαί τινα, πίπτω ἐπὶ τινος, ἂν μὴ ἀναγνωστεόν, τινί, ἴδε Elmsl.· ἀλλ’ ὁ Σχολ. ὀρθῶς ἑρμηνεύει, «ἀντὶ τοῦ βλάψαι τινά, ἀπὸ τοῦ κεραυνοῦ τοῦ σκηπτοῦ, οἷον κεραυνῶσαι»· ὁ δὲ Ἡσύχ. ἀναφέρει Παθ., κατασκηφθέντα χωρία, προσβληθέντα ὑπὸ κεραυνοῦ, πρβλ. λ. ἐνηλύσια. ΙΙ. κ. λιταῖς θεάς, ἐνοχλῶ, ἐπιπίπτω, πρόσκειμαι λιτανεύων, ἐκλιπαρῶν καὶ δεόμενος, μὲ προσευχάς, μετὰ τοῦ ἱκνοῦμαι καὶ κ. Σοφ. Ο. Κ. 1011· ὡς τὸ ἐπισκήπτω. ΙΙΙ. ἀπολ., ἐκρήγνυμαι, ἀναφαίνομαι, ἐπὶ φήμης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 23· κ. εἰς τέλος, φθάνω εἴς τι τέλος, καταλήγω, Διον. Ἁλ. 3. 54.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to rush down or fall upon, c. dat., of lightning and storms, Hdt.; of divine wrath, Hdt.; of the plague, Thuc.:—rarely, κατασκῆψαί τινα to fall on one, Eur.
II. κ. λιταῖς to storm or importune with prayers, Soph.