ὑποβλητέος

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be put under, γῆ φυτῷ ὑ. X.Oec.19.9.    II ὑποβλητέον one must put under, πίθῳ ἄμμον Gp.6.2.4, cf. Sor.2.46, Aët.7.26; one must cause to lie in the bath, Herod.Med. ap. Orib.10.37.14.    2 one must lay the foundation of, λόγον D.H.Rh.7.4.

German (Pape)

[Seite 1211] adj. verb. zu ὑποβάλλω, unterzulegen, Xen. oec. 19, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβλητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ ὑποβάλλῃ, ὑποβλητέα ἂν εἴη τῷ φυτῷ γῆ Ξεν. Οἰκ. 19. 9. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ὑποβάλλῃ, νὰ θέσῃ ὑποκάτω, ὑποβλητέον ἑκάστῳ πίθῳ ἄμμον Γεωπον. 6. 2, 4. 2)πρέπει τις νὰ καταθέσῃ τὰ θεμέλιά τινος, μετ’ αἰτ. πράγμ., Διονυσ. Ἁλ. Τέχν. Ρημ. 4.