μεταιτέω

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A demand one's share of, c. gen. rei, τῆς βασιληΐης μ. Hdt. 4.146, cf. 7.150; also μέρος τινὸς μ. Ar.V.972.    2 abs., μ. παρά τινος D.19.222, cf. Luc.Nec.17.    II beg of, ask alms of, c. acc. pers., Ar.Eq.775.    III beg, solicit, τὴν ἐφήμερον τροφήν Luc. Cyn.2.

German (Pape)

[Seite 147] seinen Theil wovon fordern, μέρος τινός, Ar. Vesp. 972; τῆς βασιληΐης μεταιτέοντες, Her. 4, 146, τί, 7, 150; auch παρὰ τούτων, ἀφ' ὧν εἰλήφασι, μεταιτεῖν, Dem. 19, 222, von diesen einen Theil von dem, was sie bekommen haben, fordern; u. Sp., auch abs., Luc. Necyom. 17; – τινά, von Einem fordern, Ar. Equ. 772.

Greek (Liddell-Scott)

μεταιτέω: ἀπαιτῶ τὸ μερίδιόν μου ἔκ τινος, τῆς βασιληίης μ. Ἡρόδ. 4. 146, πρβλ. 7. 150. 2) ἐνίοτε ὁρίζεται τὸ μέρος τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ τις, μέρος τινὸς μ. Ἀριστοφ. Σφ. 972· πρβλ. μεταδίδωμι. 3) ἀπολ., μ. παρά τινος Δημ. 410. 12. ΙΙ. ἐκλιπαρῶ, παρακαλῶ, μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 775. ΙΙΙ. ἐπαιτῶ, διαφέρεις γὰρ οὐδὲν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μετεταιτοῦσιν Λουκ. Κυνικὸς 2.