μεταδίδωμι
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
[δῐ], fut. μεταδώσω,
A give part of, give a share, c. gen. rei, τοῦ μεταδοῦν (poet. aor. 2 inf.) Thgn.104; μ. τινί τινος Id.925 (prob. l.), Hdt.1.143, Ar.Ach.961; γῆς (sc. αὐτοῖσι) Hdt.4.145; τῆς ἀρχῆς (sc. αὐτοῖσι) Id.7.150; τῷ πλήθει τῆς πολιτείας Arist.Pol.1306a25, cf. Pl.Men.89e, Isoc.13.10, etc.; τοῖς μηδὲν ἀδικοῦσιν ἐξ ἴσου τῆς πολιτείας Lys.25.3; τὸ ἄλλῳ τῆς γεννητικῆς… δυνάμεως μεταδεδωκός Procl. Inst.56.
2 c. acc. of the part given, μ. τὸ τριτημόριόν τινι Hdt.9.34, cf. 8.5, Ar.V.917; ἀρχῆς μηδ' ὁτιοῦν μ. τοῖς ἡττηθεῖσιν Pl.Lg.715a; μ. τὸ μέρος X.An.7.8.11; μ. πυρούς distribute, ib.4.5.5.
3 intr., μ. τινὶ ὑπέρ, περί τινος, communicate with one about... Plb.29.27.4, 38.8.1; ὅτι… POxy.1153.6 (i A. D.):—Pass., to be communicated, be transmitted, of notices, memoranda, etc., ib.1472.6 (ii A. D.), etc.; of diseases, Hp.Ep.19 (Hermes53.64, 65).
German (Pape)
[Seite 146] (s. δίδωμι), 1) mitteilen, theilnehmen lassen, τινί τινος, Jemanden an Etwas; Theogn. 104; μεταδιδούς σοι πόνων ἐμῶν, Eur. Or. 281, öfter; δόξης μετάδος, I. T. 1030; αὐτῷ μεταδοῦναι τῶν κιχλῶν, Ar. Ach. 925; οὐ μεταδώσουσι αὐτοῖς τῆς ἀρχῆς, Her. 7, 150; γῆς μετέδοσαν, 4, 145, öfter; τί ἡμῖν οὐ μεταδίδοτον τῶν λόγων, Plat. Lys. 211 c; νῦν δέ μοι μετάδος τῶν ταινιῶν, Conv. 213 d; adj. verb., ἀρετῆς σοι μεταδοτέον τοῖς πολίταις, Alc. I, 134 b; τινὶ ὧν ἔλαβεν, Isocr. 4, 29; selten c. acc., wie δυοῖν αὐτοῖς μοιρῶν τὴν ἑτέραν χρὴ δόξῃ μεταδιδόναι σχεδόν, Plat. Epin. 981 e; εἰ μὴ μεταδοῖεν πυρούς, Xen. An. 4, 5, 5, wo ein Mitteilen des ganzen Vorraths gemeint ist; auch ἵνα μὴ μεταδοῖεν τὸ μέρος, 7, 8, 11; Sp. überall; – μεταδοῦναι τοῖς φίλοις ὑπέρ u. περί τινος, Mittheilungen machen, mit ihnen berathschlagen, Pol. 29, 11, 4. 39, 2, 1. – 2) nachher, hinterdrein geben, Theogn. 925.
French (Bailly abrégé)
f. μεταδώσω, etc.
donner une part : τινός, τι de qch ; τινός τινι, rar. τινί τι de qch à qqn.
Étymologie: μετά, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
μεταδίδωμι: (δῐ)
1 уступать долю, уделять, передавать (с gen. part., реже acc.) (τινὶ τὸ τριτημόριόν τινος Her.; τι τῷ μὴ ἔχοντι NT): μ. τινὶ τῇς ἀρχῆς Her. уступить кому-л. часть своей власти; δεξάμενοι τοὺς Μινύας γῆς μετέδοσαν Her. приняв миниев, (лакедемоняне) отвели (им) землю; τί ἡμῖν οὐ μεταδίδοτον τῶν λόγων; Plat. что же вы оба не даете нам участвовать в (вашей) беседе?;
2 сообщать, рассказывать: δόξης μετάδος Eur. расскажи о (своем) намерении; μεταδοῦναί τινι ὑπέρ или περί τινος Polyb. обсудить с кем-л. что-л.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδίδωμι: [δῐ]: μέλλ. -δώσω· - παρέχω μέρος, μερίδιον, δίδω μέρος ἔκ τινος, μετὰ γεν. πράγμ., τοῦ μεταδοῦν (ποιητ. ἀπαρ. ἀορ. β΄) ἵνα μεταδώσῃ μέρος ἐξ αὐτοῦ, οὔτε κεν ἐσθλὸν ἔχων τοῦ μεταδοῦν ἐθέλοι Θέογν. 104· μ. τινί τινος ὁ αὐτ. 925, Ἡρόδ. 1. 143, Ἀριστοφ. Ἀχ. 961· γῆς (ἐνν. αὐτοῖς) Ἡρόδ. 4. 145· τῆς ἀρχῆς (ἐνν. αὐτοῖς) ὁ αὐτ. 7. 150· πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 89Ε, Ἰσοκρ. 293Α, κτλ.· ἐξ ἴσου Λυσ. 171. 17. 2) ἐνίοτε ὁρίζεται καὶ τὸ μεταδιδόμενον μέρος, μ. τὸ τριτημόριόν τινι Ἡρόδ. 9. 34, πρβλ. 8. 5, Ἀριστοφ. Σφ. 917· ἀρχῆς μηδ’ ὁτιοῦν μ. Πλάτ. Νόμ. 715Α· μ. τὸ μέρος Ξεν. Ἀν. 7. 8, 11· οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῦρ τοὺς ὀψίζοντας, εἰ μ. μεταδοῖεν αὐτοῖς πυρὸς κτλ., αὐτόθι 4. 5, 5. πρβλ. μεταιτέω, μετέχω, μεταλαμβάνω, καὶ ἴδε Stallb. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 329Ε. 3) ἀμετάβ., μ. τινὶ περί (ἢ ὑπέρ) τινος, ἀνακοινοῦμαι τινί τι, συσκέπτομαι μετά τινος περί..., Πολύβ. 29. 11, 4., 39. 2, 1. 4) Ἐκκλ., δίδω τὰ ἄχραντα μυστήρια, τῷ λαῷ Θεοφάν. 703, 11, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 254, 18, κλ.
English (Strong)
from μετά and δίδωμι; to give over, i.e. share: give, impart.
English (Thayer)
2nd aorist subjunctive μεταδῶ, imperative 3rd person singular μεταδότω, infinitive μεταδοῦναι; (from Theognis, Herodotus down); to share a thing with anyone (see μετά, III:1), to impart: absolutely ὁ μεταδιδούς, he that imparteth of his substance, τίνι, τίνι τί (a construction somewhat rare in Greek authors (Herodotus 9,34etc.), with whom μεταδίδωμι τίνι τίνος is more common; cf. Matthiae, ii., p. 798; (Winer's Grammar, § 30,7b.; Buttmann, § 132,8)), Luke 3:11.
Greek Monotonic
μεταδίδωμι: [ῐ], μέλ. -δώσω,
1. δίνω μερίδιο, παραχωρώ μέρος κάποιου πράγματος, με γεν., σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.
2. το μερίδιο που δίνεται μερικές φορές κατονομάζεται, μεταδίδωμι τὸ τριτημόριόν τινι, σε Ηρόδ.· μεταδίδωμι τὸ μέρος, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -δώσω
1. to give part of, give a share of a thing, c. gen., Theogn., Hdt., Attic
2. the part given is sometimes expressed, μ. τὸ τριτημόριόν τινι Hdt.; μ. τὸ μέρος Xen.
Chinese
原文音譯:metad⋯dwmi 姆他-笛多米
詞類次數:動詞(5)
原文字根:同著-給 相當於: (שָׁבַר)
字義溯源:分給,給,施捨,交出,分享,授與;由(μετά)*=同)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成。參讀 (ἀναδίδωμι) (κοινωνέω)同義字
出現次數:總共(5);路(1);羅(2);弗(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 分給(3) 羅1:11; 弗4:28; 帖前2:8;
2) 施捨的(1) 羅12:8;
3) 就分給(1) 路3:11
Lexicon Thucydideum
communicare, to share with, 1.39.3, 6.39.2, 8.21.1.