ἐπηχέω

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A resound, re-echo, E.Cyc.426, Pl.R.492c: c. acc., ἐπαίνους καὶ ὕμνους Ph.1.348: c. dat., ἐπηχοῦντα [τοῖς κύκνοις] τὰ δένδρα Jul. Or.7.236a.    II accompany one in shouting, E.IA1584.

German (Pape)

[Seite 921] dagegen tönen, widerhallen, ἄντρον, πέτραι, Eur. Cycl. 426; Plat. Rep. VI, 492 c; vgl. Anacr. 59, 19; ἅπας δ' ἐπήχησε στρατός, Eur. I. A. 1584, schrie dabei auf.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηχέω: ἀντηχῶ, Εὐρ. Κύκλ. 426, Πλάτ. Πολ. 492C· μετ’ αἰτ. συστοίχου, ἐπ. κύμβαλον, κροτῶ, κάμνω νὰ ἠχῇ τὸ κύμβαλον, Κλήμ. Ἀλ. 20. ΙΙ. ἐπιβοῶ, βοᾷ δ’ ἱερεύς, ἅπας δ’ ἐπήχησε στρατὸς Εὐρ. Ι. Α. 1584.