ἐπηχέω

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηχέω Medium diacritics: ἐπηχέω Low diacritics: επηχέω Capitals: ΕΠΗΧΕΩ
Transliteration A: epēchéō Transliteration B: epēcheō Transliteration C: epicheo Beta Code: e)phxe/w

English (LSJ)

A resound, reecho, re-echo, E.Cyc.426, Pl.R. 492c: c. acc., ἐπαίνους καὶ ὕμνους Ph.1.348: c. dat., ἐπηχοῦντα [τοῖς κύκνοις] τὰ δένδρα Jul. Or.7.236a.
II accompany one in shouting, E.IA1584.

German (Pape)

[Seite 921] dagegen tönen, widerhallen, ἄντρον, πέτραι, Eur. Cycl. 426; Plat. Rep. VI, 492 c; vgl. Anacr. 59, 19; ἅπας δ' ἐπήχησε στρατός, Eur. I. A. 1584, schrie dabei auf.

French (Bailly abrégé)

ἐπηχῶ :
1 retentir;
2 accueillir par des cris.
Étymologie: ἐπί, ἠχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπηχέω:
1 отвечать отголоском, давать отзвук (ἐπήχει ἄντρον Eur.; πέτραι ἐπηχοῦντες Plat.);
2 кричать в ответ (βοᾷ δ᾽ ἱερεύς, ἅπας δ᾽ ἐπήχησε στρατός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηχέω: ἀντηχῶ, Εὐρ. Κύκλ. 426, Πλάτ. Πολ. 492C· μετ’ αἰτ. συστοίχου, ἐπ. κύμβαλον, κροτῶ, κάμνω νὰ ἠχῇ τὸ κύμβαλον, Κλήμ. Ἀλ. 20. ΙΙ. ἐπιβοῶ, βοᾷ δ’ ἱερεύς, ἅπας δ’ ἐπήχησε στρατὸς Εὐρ. Ι. Α. 1584.

Greek Monotonic

ἐπηχέω: μέλ. -ήσω, αντηχώ, αντιλαλώ, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to resound, re-echo, Eur.