καππυρίζω

Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

for καταπυρίζω,

   A catch fire, aor. 1 part. καππυρίσασα dub. in Theoc.2.24.

German (Pape)

[Seite 1324] = καταπυρίζω, Feuer fangen, sich entzünden, Theocr. 2, 24, wo Valcken. καππυρίσασα in κάππυρος εὖσα änderte.

Greek (Liddell-Scott)

καππῠρίζω: ἀντὶ καταπυρίζω, ἀνάπτω, «παίρνω φωτιὰ», ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πυρακτοῦμαι», Θεόκρ. 2. 24, ἔνθα ἀντὶ τοῦ καππυρίσασα ὁ Valck. προτείνει καππυρὸς εὖσα, ὁ δὲ Meineke ἐξέδωκε κἀκπυρήσασα.