A straddle, Poll.2.172.
[Seite 142] (umfalten), die Beine ausspreizen, Poll. 2, 172, διαβαίνω.
ἀμφιπλίσσω: βαίνω μὲ μακρὰ βήματα, ποιητ. παρὰ Πολυδ. 2. 172.