ἀμφιπλίσσω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
straddle, Poll.2.172.
Spanish (DGE)
abrirse de piernas, ponerse a horcajadas Poll.2.172.
German (Pape)
[Seite 142] (umfalten), die Beine ausspreizen, Poll. 2, 172, διαβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπλίσσω: βαίνω μὲ μακρὰ βήματα, ποιητ. παρὰ Πολυδ. 2. 172.
Greek Monolingual
ἀμφιπλίσσω (Α)
ανοίγω τα σκέλη, βαδίζω με δρασκελιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλίσσω
βλ. πλίσσομαι.