ὀϊζύς

Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

Trag. and later Ion. (Herod.7.39) οἰζύς, ύος, ἡ,

   A woe, misery, πόνος καὶ ὀ. Il.13.2 ; κάματος καὶ ὀ. 15.365, cf. Hes.Op.177: contr. dat. ὀϊζυῖ for ὀϊζύϊ, Od.7.270 : acc. ὀϊζύα for ὀϊζύν first in Q.S.2.88: Trag. οἰζύς A.Ag.756 (lyr.), Eu.893, E.Hec.949(lyr.).    II as pr. n., daughter of Night, Hes.Th.214. [ῡ in nom. and acc., v. Hes. l. c. ; ῠ in other cases.]

German (Pape)

[Seite 298] ύος, ἡ, att. οἰζύς (οἴ), Weh, Jammer, Unglück; φαίην κε φρέν' ἀτέρπου ὀϊζύος ἐκλελαθέσθαι, Il. 6, 285, das Ungemach vergessen; ἐπεί μ' ἔμνησας ὀϊζύος, ἣν ἀνέτλημεν, Od. 3, 103; mit πόνος verbunden, Il. 13, 2 u. öfter, wie mit κάματος, 15, 365; ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ, Od. 7, 270; θεοὶ δ' ὤπαζον ὀϊζύν, 23, 210; πάσης ἀπήμον' οἰζύος, Aesch. Eum. 853; vgl. Ag. 734; Eur. Hec. 949; einzeln bei Sp. – Qu. Sm. 2, 88 hat auch den accus. ὀϊζύα. – [Υ in ὀϊζύν ist lang Hes. Th. 214].

Greek (Liddell-Scott)

ὀϊζύς: Ἀττ. οἰζύς, ὡς δισύλλ., γεν. ύος, ἡ, (οἴ)˙ ― ἀθλιότης, δυστυχία, ἐλεεινότης, ταλαιπωρία, κακοπάθεια, συχν. παρ’ Ὁμ, ὅστις συνάπτει αὐτὸ μετ’ ἄλλων λέξεων, πόνος καὶ ὀϊζὺς Ἰλ. Ν. 2˙ κάματος καὶ ὀϊζὺς Ο. 365, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 175˙ συνῃρ. δοτ. ὀϊζυῖ ἀντὶ ὀϊζύϊ, Ὀδ. Η. 270 αἰτ. ὀϊζύα ἀντὶ ὀϊζὺν πρώτον παρὰ Κοΐντ. Σμ. 2. 88˙ ― περὶ τοῦ Ἀττ. τύπου οἰζὺς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 796, Εὐμ. 893, κτλ., ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 936 (949), προοίμ. σ. ΙΧ, Piers. εἰς Μοῖρ. σ. 276. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄν., μυθικόν τιν ὄν, θυγάτηρ τῆς νυκτός, Ἡσ. Θ. 214. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἴδε Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ῠ ἐν τρισυλλάβοις πτώσεσιν].