ἀνεξικακέω

Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A to be long-suffering, Charito 8.4.

German (Pape)

[Seite 223] Uebel, bes. Böses von Anderen mit Langmuth ertragen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξῐκᾰκέω: εἶμαι ἀνεξίκακος, μακρόθυμος, ὅταν ἀνεξικακῇ Ἰω. Χρυσ., -τινί, ἐπί τινι, τοῖς πταίουσιν ἀνεξικάκει Κύριλλ. Ἀλεξ. εἰς Ὠσηὲ Ζ΄, σ. 105. - ἀνεξικακοῦντος ἐπὶ τοῖς ἡμῶν πταίσμασι τοῦ Θεοῦ ὁ αὐτ. εἰς Ἰες. κ. Θ΄, σ. 163.