μακρόθυμος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
μακρόθυμον, long-suffering, patient, LXX Ex.34.6, al.; ὄνος AP11.317 (Pall.). Adv. μακροθύμως, ἀκοῦσαί τινος Act.Ap.26.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a de la longanimité, patient.
Étymologie: μακρός, θυμός.
German (Pape)
[ῡ], langmütig, langsam im Entschließen und Handeln, Gegensatz ὀξύθυμος, NT und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
μακρόθῡμος: терпеливый, выносливый (ὄνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μακρόθῡμος: -ον, ὁ ἔχων μακροθυμίαν, ὑπομονὴν ἀσκῶν, περιμένων μὲ ὑπομονήν, ὄνος Ἀνθ. Π. 11. 317. Ἐπίρρ. -μως, Πράξ. Ἀποστ. κϛʹ, 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM μακρόθυμος, -ον, Μ και μακρύθυμος, -ον)
1. υπομονητικός, ανεκτικός («κύριος ὁ Θεός... μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός», ΠΔ)
2. άκακος, αμνησίκακος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόθυμον
η μακροθυμία, η ανεκτικότητα.
επίρρ...
μακροθύμως (Α μακροθύμως)
με μακροθυμία, υπομονητικά, ανεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + θυμός (πρβλ. καρτερόθυμος, μεγάθυμος)].
Greek Monotonic
μακρόθῡμος: -ον, καρτερικός, υπομονετικός, σε Ανθ.· επίρρ. -μως, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μακρό-θῡμος, ον
longsuffering, patient, Anth.: adv. -μως, NTest.