ἀνεξικακέω

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξῐκᾰκέω Medium diacritics: ἀνεξικακέω Low diacritics: ανεξικακέω Capitals: ΑΝΕΞΙΚΑΚΕΩ
Transliteration A: anexikakéō Transliteration B: anexikakeō Transliteration C: aneksikakeo Beta Code: a)necikake/w

English (LSJ)

to be long-suffering, Charito 8.4.

Spanish (DGE)

sufrir mucho tiempo Charito 8.4
de Dios, Meth.Symp.10.2, de Cristo ἀνεξικακήσας μέχρι τοῦ σταυροῦ Procop.Gaz.M.87.2296B
resistir Moschio Hyp.4.

German (Pape)

[Seite 223] Uebel, bes. Böses von Anderen mit Langmuth ertragen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξῐκᾰκέω: εἶμαι ἀνεξίκακος, μακρόθυμος, ὅταν ἀνεξικακῇ Ἰω. Χρυσ., -τινί, ἐπί τινι, τοῖς πταίουσιν ἀνεξικάκει Κύριλλ. Ἀλεξ. εἰς Ὠσηὲ Ζ΄, σ. 105. - ἀνεξικακοῦντος ἐπὶ τοῖς ἡμῶν πταίσμασι τοῦ Θεοῦ ὁ αὐτ. εἰς Ἰες. κ. Θ΄, σ. 163.